άμοιαστος

άμοιαστος
-η, -ο
αυτός που δε μοιάζει σε κάποιον άλλο: Τόσο άμοιαστα αδέρφια δεν έχω ξαναδεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άμοιαστος — η, ο (Μ ἄμοιαστος) 1. αυτός που δεν μοιάζει ή δεν έμοιασε με κάποιον άλλον 2. αταίριαστος, απίθανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”